περισσόψυχος

περισσόψυχος
-ον, Μ
πάρα πολύ εύψυχος, εξαιρετικά γενναίος, θαρραλέος, παράτολμος, γενναιόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”